Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Δύση


Τα χρώματα της νύχτας άλλαξαν. Κάτι πιτσιρίκια με κουκούλες πέρασαν τρέχοντας πλάι της και άδειασαν στο σώμα της από έναν κουβά ο καθένας τους. Κόκκινο και μαύρο. Η μπογιά που λούστηκε απόψε η δημοκρατία. Φιλιά τρόμου, επαναστάσεις ματωμένες, τραχιές, ιδρωμένες, με τις κατάρες ενός κόσμου που προσπαθεί να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά στο νεκροκρέβατό του. Υποκλιθείτε στον ηνίοχο τρόμο, αγγίξτε του τα γόνατα και μυρίστε το μπαρούτι μιας γενιάς που σταμάτησε να ανέχεται...
Δεν πολεμώ στο πλευρό τους, μα έπαψα να νοιάζομαι για τη μεριά των πατεράδων μας. Αυτών που μας αγόρασαν σκλάβους για μια ζωή που πίστεψαν πως τους ανήκει. Μένω στη μέση και κουνώ τη δική μου σημαία. Αυτή τη μαύρη για το πένθος των ονείρων μας. Φυλακισμένα αγρίμια στα κλουβιά που μας έφτιαξαν οι επιδέξιοι τεχνίτες που πλάθουν τις σκέψεις μας. Αυτοί που μας χτυπούν στο στομάχι μόλις κοιτάξουμε τον ουρανό... Αυτοί που γέρασαν σβήνοντας τα αστέρια από τα μάτια μας.
Φυτέψαμε σε γλάστρες την οργή μας. Την ποτίσαμε δάκρυα, απογοήτευση. Και όταν άνθισε, της μπολιάσαμε τις φάπες που μας έριξαν γιατί τολμήσαμε να απλώσουμε τα χέρια μας. Δαγκωματιές από δερμάτινες πολυθρόνες. Πληγές που αναβλύζουν την περηφάνια μας.
Κοιτάζω στον καθρέφτη. Στα εικοσιδύο θρηνώ. Στα εικοσιδύο δηλώνω άξιος εκμετάλλευσης, στα εικοσιδύο φτιάχνω το σώμα μου γρανάζι των μηχανών τους, και κρύβω το μυαλό μου στην αριστερή μου τσέπη. Η δεξιά παραμένει άδεια. Στα εικοσιδύο μου γονατίζω...