Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΕΓΩ (ΠΡΑΞΗ 1η)


Το κρύο ήταν αφόρητο. Είχε μέρες τώρα που ο υδράργυρος ήταν κολλημένος κάτω από το μηδέν, σαν μικρό πεισματάρικο παιδί που απλά θέλει να γίνει(και θα γίνει ) το δικό του. Η βροχή συνέχιζε να προκαλεί τη μελαγχολία και την ατονία ενός κόσμου που ήδη είχε φτάσει στο ναδίρ προ πολλού και αναζητούσε τρόπους , όχι απόλυτα θεμιτούς αρκετές φορές ,να ξεφύγει από την αφάνεια και την παρακμή που έδειχνε να έρχεται ανελέητη, πρωτόγνωρη και λυσσασμένη. Κάποιοι υπερβάλλοντας σε αίσθημα και φόβο αποφάσισαν να αλλάξουν ακόμα και χώρα πιστεύοντας πως εκεί η κατάρα της δικής τους πατρίδας θα εξορκιστεί και οι ίδιοι θα εξαγνιστούν και θα αναγεννηθούν μέσα από το νέο τους όνειρο.

Όμως φυσικά και δεν ήταν έτσι. Όσοι προσπάθησαν , έζησαν για να διαπιστώσουν ότι καμία ουτοπία πουθενά στον κόσμο δεν θα τους έκανε δεκτούς για αυτό που ήταν ή για αυτό που ήθελαν να γίνουν, πόσο μάλλον γι αυτό που φοβόταν ή αποστρέφονταν.
Αυτοί που έμειναν πίσω μην έχοντας τίποτα άλλο να ελπίζουν επιδόθηκαν στην αμπελοφιλοσοφία και στο κουτσομπολιό. Η κυρά-Μαρία λέει από απέναντι αγόρασε το πανάκριβο περιδέραιο που πάντα ονειρευόταν, χρόνια μάζευε τα λεφτά αυτά για μια ώρα ανάγκης για αυτήν και τα παιδιά της όμως υπό το βάρος των συνθηκών «έλα μωρέ δε βαριέσαι…μια ζωή την έχουμε» και «θα βρουν το δρόμο τους τα παιδιά. Νέα είναι ακόμα. Εμείς στα χρόνια τους τρεις δουλειές». Το άλλο τ’ ακούσατε; Ο μπαρμπα-Γιώργης δίπλα από το μανάβικο έφυγε με καλλονή εικοσιπέντε ετών παρακαλώ! Ναι ναι ο μπαρμπα-Γιώργης! Και δεν του φαινόταν βρε παιδάκι μου…Τι θα πει πού τα βρήκε τα λεφτά; Πούλησε το χωράφι που είχε από τη μάνα του, έδωσε και το παντοπωλείο και μην τον είδατε! Είχε και κάτι οικονομίες στην άκρη. Ήταν προκομμένος ο μπαρμπα-Γιώργης . Τώρα θα είναι αραχτός σε καμιά παραλία
και θα λέει τα αστεία του σε καψαλισμένους ιθαγενείς και χαρούμενους τουρίστες. Αλίμονο σε εμάς που μείναμε πίσω! Α ρε μπαρμπα-Γιώργη με τα αστεία σου! Πιες και κανα κοκτέιλ και για εμάς εδώ…
Και μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και κάποιοι , ελάχιστοι βέβαια αλλά υπήρχαν, που έδειχναν να διασκεδάζουν με όλα αυτά. Με την άγνοια του κόσμου, την αμορφωσιά του, τις προλήψεις και τα πιστεύω του. Ήταν οι άνθρωποι αυτοί ως επί το πλείστον καθημερινοί. Άλλοι μορφωμένοι και σπουδαγμένοι, άλλοι νέοι και χαρούμενοι , γεμάτη ζωή. Ο ανθός της κάθε κοινωνίας που δημιούργησε, κατέκτησε και προχώρησε. Το γρανάζι που επάνω του στηριζόταν όλο εκείνο το σκυλολόι των γυρολόγων και των παλιάτσων που λυμαίνονταν τους μόχθους και τους κόπους των ανυποψίαστων ανθρώπων. Αυτό που οι πολλοί , εξαιτίας της πολυπλοκότητας του, της χαώδους έκτασής του και των ακαταλαβίστικων νόμων του, ονόμαζαν «Σύστημα» ...