Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Ο ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ


Ο τσομπάνης έξυσε με μίσος τη μύτη του. Είχε τώρα κανα 20λεπτο που τον ενοχλούσε μια μύγα. Από τις μεγάλες, αυτές που τσιμπάνε κιόλας. Ο καιρός ήταν καλός και τα πρόβατα φαίνονταν ευτυχισμένα καθώς μασουλούσαν ανέμελα τα αγριόχορτα του γείτονα. Δεν ήταν δικός του ο βοσκότοπος αυτός αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν του Γιάννου του γιου της Μάρως. Στις εκλογές είχε βάλει υποψηφιότητα και επειδή τον ψήφισε του είχε τάξει το βοσκοτόπι.Ήταν καλό βοσκοτόπι. Και πλέον γνωστό γιατί ο Γιάννος εκλέχτηκε βουλευτής και τώρα τα πρόβατά του βοσκούσαν στο "περ'βόλι του Γιάννου του βουλευτή". Γυρίζοντας τα πρόβατα στο μαντρί ετοιμάστηκε να πάει στο καφενείο για τα καθιερωμένα: τσίπουρο και μπλα μπλα με τους χωριανούς, τηλεόραση και αθλητικά. Εκεί λοιπόν βλέποντας τηλεόραση θαμπωμένος (καθώς ο ίδιος δεν είχε σπίτι του) άκουσε την εξής είδηση: ο βουλευτής της περιφέρειάς του, εκείνος που ψήφισε, εκείνος με τον καλό βοσκότοπο που τον παραχώρησε σ'αυτόν, εκείνος λοιπόν ο Γιάννος αποφάσισε να δωρίσει το κτήμα του για κατασκευή ψυχαγωγικού πάρκου και ξενώνων φιλοξενίας για τουρίστες. Στόχος του όπως είπε ήταν να αναβαθμίσει το επίπεδο της περιφέρειας και των κατοίκων της. Αυτό το τελευταίο ήταν που πόνεσε και πιο πολύ.
"Και εγώ τώρα που θα βόσκω τα πρόβατά μου; Αφού μου το παραχώρησε. Τον ψήφισα. Μου το υποσχέθηκε. Γιατί να το κάνει αυτό σε μένα;" αναφώνησε απογοητευμένος.
"Μη σκας καημένε" του φώναξε κάποιος από το διπλανό τραπέζι." Θα έρθει κόσμος, θα βγάλουμε λεφτά, οι ζωές μας θα γίνουν καλύτερες. Θα δεις."
Σκυθρωπός ήπιε μονορούφι το τσιπουράκι του και ανηφόρισε για το φτωχικό του.
"Θα έρθουν καλύτερες μέρες" έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του για παρηγοριά. Και τα χρόνια πέρασαν. Ο Γιάννος ήταν τώρα υπουργός και ζούσε στην Αθήνα. Το όραμά του για το χωριό εκείνο απέδωσε καρπούς. Ήρθε κόσμος πολύς από πολλά μέρη και όλοι έβγαλαν πολλά χρήματα. Ακόμα και εκείνος ο βοσκός που κάποτε είχε ψηφίσει τον Γιάννο. Πούλησε τα πρόβατά του και τα λιγοστά στρέματα γης που είχε. Και τώρα ζούσε όπως "αυτοί στην Αθήνα". Είχε πάρει και τηλεόραση, αγόρασε και ένα μεταχειρισμένο μηχανάκι. Όμως βαθιά μέσα του αναπολούσε εκείνα τα χρόνια που ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι πέρα στα βοσκοτόπια, παρέα με τα ζώα του και αναστέναζε αθόρυβα ενώ έδινε ρέστα στους τουρίστες μέσα από το μικρό περιπτεράκι που ειχε ανοίξει στην πλατεία, πουλώντας σουβενίρ. Η τηλεόραση που είχε καταφέρει να αγοράσει ήταν ανοιχτή μπροστά του και μπορούσε να δει τον Γιάννο καλεσμένο σε μια εκπομπή να μιλάει για την ζωή του και την καριέρα του. Περίμενε να ακούσει ένα ευχαριστώ ,προσωπικά σε αυτόν, που τότε τον ψήφισε, αλλά μάταια. Άρχισε να μοιράζεται ο υπουργός τα όνειρά του και τα σχέδιά του για τη χώρα. Ο βοσκός έκλεισε την τηλεόραση και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην ξαναψηφίσει ξανά. Πούλησε το περίπτερο και γύρισε στη ζωή που έκανε πριν. Φτωχός, μόνος και ευτυχισμένος.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ