Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΣ ΣΤΟ Y MAGAZINE ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ - ΓΕΝΑΡΗ...

Δε με πήραν δα και τα χρόνια, αλλά μερικές φορές, όταν γυρίζω πίσω στις αναμνήσεις μου, πραγματικά εντυπωσιάζομαι. Όταν ήμουν εγώ παιδί, ξέρετε, δεν είχαμε Game-Boy. Ούτε Playstation. Δεν είχαμε internet café για να διασκεδάζουμε, ούτε αίθουσες bowling. Αφήστε που δεν είχαμε ούτε καν κινητά τηλέφωνα. Όταν ήθελε η μάνα μας το μεσημέρι να γυρίσουμε στο σπίτι, έβγαινε στο μπαλκόνι και διακριτικά ούρλιαζε: «Που ‘σαι βρε γαϊδούρι;… Δύο πήγε η ώρα… Άντε μαζέψου σπίτι επιτέλους μη σε γδάρω».
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, που ακόμα παίζαμε στις αλάνες, εγώ έμενα στο κέντρο της πόλης. Εκεί που ήταν ο κινηματογράφος «Ηλύσια». Στην Δημητρίου Γούναρη.
Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ο φίλος μου ο Περικλής, ήρθε στην αλάνα κρατώντας την πιο όμορφη δερμάτινη μπάλα που είχα δει από κοντά. Ήταν μια… κανονική δερμάτινη μπάλα. Με άσπρα και μαύρα κομμάτια δέρματος, ενωμένα, που επάνω είχε και κάτι πανέμορφα χρυσαφί γράμματα που έγραφαν: «Football». Του την είχε στείλει από την Αμερική, δώρο, ο θείος του. Την ακουμπήσαμε κάτω στο χώμα με προσοχή και την κλωτσούσαμε ευλαβικά, μη τυχόν και της κάνουμε κανένα σημάδι. Μέχρι και τα κορίτσια εντυπωσιάστηκαν με την καινούρια μπάλα του Περικλή. Ενώ σε «κανονικές συνθήκες» δεν μας πλησίαζαν, η μπάλα, λες και ήταν χρυσός, μας έφερε πιο κοντά. Κλωτσούσαμε λοιπόν την μπάλα, και το δώρο από την Αμερική, κυλούσε από πόδι σε πόδι. Κάποια στιγμή ένα κορίτσι έδωσε μία στραβοκλωτσιά και η μπάλα απομακρύνθηκε προς μία πλευρά της αλάνας, από την οποία εκείνη την στιγμή ερχόταν ο φίλος μας ο Μανώλης. Ο Μανώλης δεν ήξερε την μαγική ιστορία της μπάλας. Δεν ήξερε ότι είχε έρθει από την Αμερική και ότι ήταν κανονική δερμάτινη μπάλα και ότι την αγαπούσαμε όλοι μας, πάρα πολύ, και ότι της άξιζε σεβασμός… Απλά είδε μια μπάλα να πλησιάζει προς το μέρος του. Την έφτασε με δυο μεγάλα βήματα και άπλωσε την ποδάρα του για να την σουτάρει. Όλοι μας φωνάξαμε δυνατά ένα «Όχι», όμως το πόδι του δεν σταμάτησε.
Έπεσε επάνω της με δύναμη και εκείνη σηκώθηκε ψηλά, πέρασε πάνω από τα κεφάλια μας και αφού έσπασε ένα τζάμι, αναπαύθηκε στο σπίτι του «δράκου» της γειτονιάς μας. Ξέρετε, παλιά, σε κάθε γειτονιά, υπήρχε ένας τέτοιος…
Στην δική μας έμενε ένας παράξενος, τρομακτικός, ασπρομάλλης, γκρινιάρης γέρος που εμείς τα παιδιά τον φοβόμασταν και λέγαμε απίθανες ιστορίες γι’ αυτόν. Η Ολυμπία επέμενε ότι τον είχε δει μια φορά να τρώει δυο παιδιά… Με τρόμο κοιτούσαμε προς το σπασμένο παράθυρο. Δευτερόλεπτα μετά, ξεπρόβαλε το κεφάλι του γέρου. Μας κοίταξε με βλοσυρά μάτια και μετά εξαφανίστηκε από το παράθυρο. Ο Περικλής γκρεμίστηκε. Δεν τον κράτησαν τα γόνατά του... Τα κορίτσια σκόρπισαν κλαίγοντας προς τα σπίτια τους, ενώ ο Μανώλης, ακόμα, μάλλον τρέχει. Μόνο εγώ έμεινα εκεί, δίπλα στο φίλο μου τον Περικλή. Προσπάθησα να τον παρηγορήσω αλλά ήταν αδύνατο. Έκλαιγε με αναφιλητά. Και τότε πήρα μια φοβερή απόφαση. Επιστράτευσα όλη μου την παιδική μαχητικότητα και έκανα κάτι που κανένα παιδί της γειτονιάς δεν είχε κάνει ποτέ. Πήγα στο σπίτι του γέρου και χτύπησα το κουδούνι του. Ο τρομακτικός γέρος άνοιξε την πόρτα και εγώ δεν το έβαλα στα πόδια.
- Σας παρακαλώ, του είπα, δώστε μου την μπάλα. Δε θέλαμε να σπάσουμε το τζάμι σας, έγινε κατά λάθος.
- Πέρασε μέσα, μου είπε αυτός και τραβήχτηκε από την πόρτα.
Μπήκα μέσα στο σπίτι, το οποίο ήταν απελπιστικά άδειο. Ένα κρεβάτι, μία καρέκλα, ένα τραπέζι και ένα κομοδίνο. Επάνω του είχε ένα ρολόι από εκείνα τα παλιά που κάθε χτύπος τους ακουγόταν σαν τσεκουριά σε δέντρο. Αυτά. Τίποτα άλλο. Ο παππούς είχε πάνω στο τραπέζι την μπάλα. Την έπιασε με τα δυο του χέρια και μου την έδωσε. Μετά έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε ένα στραπατσαρισμένο σοκολατάκι τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο.
- Καλά Χριστούγεννα, μου είπε και κάθισε στην καρέκλα κοιτώντας έξω από το σπασμένο παράθυρο. Εγώ δεν έφυγα. Τον κοιτούσα. Μέσα στο δωμάτιο, τίποτα δεν θύμιζε Χριστούγεννα..
- Μόνος είστε εσείς, κύριε;
- Ναι, μου είπε. Μόνος.
Έφυγα από το σπίτι. Όταν την έδωσα στον Περικλή, δεν πίστευε, όχι μόνο ότι είχα πάρει την μπάλα, αλλά και ότι είχα βγει από το σπίτι του γέρου ζωντανός. Είπα την ιστορία στους φίλους μου...
Δύο μέρες μετά λέγαμε τα κάλαντα. Όλα τα λεφτά τα μαζέψαμε σ’ ένα ταμείο. Μ’ αυτά αγοράσαμε διάφορα πράματα… Μαζί και ένα μικρό δεντράκι. Παραμονή Χριστουγέννων απόγευμα, όλη η παρέα, εκτός του Μανώλη, που δεν είχε σταματήσει να τρέχει, πήγαμε, του ψάλλαμε τα κάλαντα και του αφήσαμε τα δώρα μας. Από εκείνη την ημέρα σταμάτησε να υπάρχει ο «δράκος» στη γειτονιά μας. Υπήρχε μόνο ένας καλός παππούς που όταν μας έβλεπε να παίζουμε, σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάτια του. Όπου και να βρίσκεσαι τώρα, να ‘σαι καλά παππούλη, απ’ όλη την παρέα…
Υ.Γ.: Καλή χρονιά. Με υγεία και ευλογία.