Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Γεμίσαμε ομορφιά...


Κάποια μέρα, όχι πολλές μέρες πριν, μπήκε σα σίφουνας στο γραφείο μου ένας νέος και με ύφος που δε σήκωνε και πολλά - πολλά με διέταξε να γράψω ένα κείμενο για το νέο τους περιοδικό, το Υ magazine. Τον κοίταξα με ύφος και ενώ ήθελα να του πω: «κάτσε βρε πουλάκι μου να το συζητήσουμε λίγο», αυτός είχε προλάβει και είχε βγάλει κασσετοφωνάκι, μικρόφωνο, είχε ανοίξει το laptop του και μου έδειχνε όλα όσα ετοίμαζαν με μεράκι για να τα παραθέσουν στο περιοδικό που τώρα εσείς κρατάτε και ξεφυλλίζετε στα χέρια σας.
Μου έδειξε τη σελιδοποίηση του περιοδικού, το κείμενο για τα χωριά που εξαφανίζονται προκειμένου να γίνουν καύσιμο και ενώ μου μιλούσε με έξαψη και πάθος, εκείνη τη στιγμή αποφάσισα το θέμα που θα είχε το κείμενο που θα έγραφα. Θα έγραφα γι’ αυτά που έχασα.
Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Σε μια Θεσσαλονίκη όπου οι δρόμοι δεν είχαν πολλά αυτοκίνητα, όπου κανείς δεν έκλεινε την εξώπορτα του σπιτιού του, όπου τα καλοκαίρια οι θερινοί κινηματογράφοι μύριζαν γιασεμί, μεγάλωσα σε μια πόλη όμορφη, σκονισμένη, με πολλές αλάνες και οπωροφόρα δέντρα. Ναι. Κάποτε, όχι πολλά χρόνια πριν, έτσι ήταν η πόλη. Όσο περίεργο και αν σας φαίνεται. Και όμως υπάρχουν άνθρωποι εν ζωή, που δεν μεγάλωσαν με playstation, που δε μεγάλωσαν σε παιδότοπους παίζοντας με πλαστικά παιχνίδια. Προσωπικά, μέχρι τα 15 μου φορούσα κοντό παντελόνι χειμώνα - καλοκαίρι και τα γόνατά μου ήταν πάντα γδαρμένα. Και τα δικά μου, αλλά και όλων των φίλων μου. Αφού νόμιζα ότι έτσι ήταν τα γόνατα όλων των παιδιών. Έπρεπε να γίνω πατέρας και να δω τα γόνατα του γιου μου, τρυφερά και αχτύπητα, για να καταλάβω ότι υπάρχουν και τέτοια «μοντέλα». Θα μου πείτε, το πρόβλημα σου είναι αν τα γόνατα είναι γδαρμένα ή όχι; Όχι. Απλά καταλαβαίνω ότι μία γενιά αργότερα, γίναμε όλοι μας πιο καλοπερασάκηδες. Και γι’ αυτόν το λόγο γίνονται όλα αυτά. Γι’ αυτό εξαφανίζεται σιγά-σιγά το χωριό έξω από την Κοζάνη, γι’ αυτό χτίζουνε στις αλάνες.
Γι’ αυτό έκοψαν τα δέντρα και μπάζωσαν τα ρέματα στις πόλεις. Απλά για να περνάμε καλύτερα. Για να υπάρχει πρόοδος. Εξαφανίζοντας το χωριό και καίγοντας το υπέδαφος του στις υψικαμίνους της ΔΕΗ, θα έχουμε ηλεκτρικό ρεύμα. Και αυτό το ρεύμα είναι απαραίτητο για να δουλεύουν οι κυλιόμενες σκάλες που υπάρχουν στα εμπορικά κέντρα που είναι χτισμένα στις αλάνες. Οι Έλληνες πλέον, είτε αθλούνται τρέχοντας σταθερά στο ίδιο σημείο είτε κάνοντας ποδήλατο χωρίς ρόδες και αφού τελειώσουν τη γυμναστική, αμέσως μετά κατεβαίνουν από τον πρώτο όροφο χρησιμοποιώντας τις κυλιόμενες σκάλες.
Γι’ αυτό και εγώ άπλωσα τα χέρια μου στους νέους και κάνω παθητική αντίσταση. Δε με πειράζει που δεν ξέρω εγώ γιατί γράφω, μου αρκεί που ξέρουν οι νέοι το γιατί και μου το γυρεύουν. Χάρηκα και για το Y (γουάι) που έχει για τίτλο το περιοδικό. Στα αγγλικά γουάι θα πει γιατί. Και αν θέλουμε να πάμε μπροστά, πότε- πότε πρέπει να έχουμε και ένα «γιατί» στο μυαλό μας. Και αλήθεια σας λέω, όσο υπάρχουν νέοι που αναρωτιούνται, όσο υπάρχουν νέοι που με βάζουν στην πρίζα να γράφω, όσο υπάρχουν νέοι που ακολουθούν το όνειρό τους, εγώ θα είμαι χαμογελαστός και θα κάνω αντίσταση, κρατώντας τις αλάνες και την ανεμελιά βαθιά στην ψυχή μου. Αυτά ό,τι και να κάνει η πρόοδος, δε θα μπορέσει ποτέ να μου τα ισοπεδώσει.

Γιάννης Σερβετάς